- ξηρός
- 1) brut2) sec
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξηρός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξηρός — ή, ό βλ. ξερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια … Dictionary of Greek
ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)